
Οι ιστορίες έχουν μουσική υπόκρουση το RTPRESS
Κάθε δειλινό, στην άκρη του λιμανιού,
κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα με ξεφτισμένο ψάθινο κάθισμα
και κρατάει στο χέρι έναν κιτρινισμένο φάκελο.
Όχι για να τον ταχυδρομήσει.
Αλλά για να τον διαβάσει δυνατά. Στη θάλασσα.
Ήταν μπουζουξής.
Παλιά, έπαιζε στις ταβέρνες του νησιού,
με μια φωνή που μύριζε κρασί και γιασεμί.
Μέχρι που ο γιος του έφυγε για Ουτρέχτη, να σπουδάσει μηχανολόγος.
«Μα δεν είσαι… ίσως να μην είσαι για καλώδια, ρε Γιωργάκη.
Ίσως οι χορδές να σου ταιριάζουν περισσότερο», του είχε πει.
Ο μικρός δεν απάντησε.
Πήρε το πλοίο.
Και από τότε… μιλούσαν μόνο τις γιορτές.
Ο Νικόνας όμως, γράφει κάθε μέρα.
Σε απλό χαρτί, χωρίς σημεία στίξης.
Του λέει πώς πήγε το κύμα, τι έκανε η γειτόνισσα,
πόσο βούτηξε το μουλάρι στο νερό.
Αλλά ποτέ δεν τα στέλνει.
Τα διαβάζει φωναχτά στη θάλασσα, κάθε δειλινό.
Λες και η αλμύρα ξέρει να τα φτάνει μέχρι Ουτρέχτη,
χωρίς να μαρτυρήσει ποιος τα έγραψε.
Μια φορά τον ρώτησα:
— Γιατί δεν του τα στέλνεις;
— Ε, γιατί έχει αποφασίσει. Δεν θέλω να γίνω η αιτία να αλλάξει τη ζωή που διάλεξε. Ίσως είχε δίκιο.
Καλύτερα έτσι… μια κουβέντα με τη θάλασσα.
— Και γιατί φωναχτά;
— Ε γιατί… άμα τα κρατάς μέσα σου, βαραίνει το μάτι.
Κι ο πόνος, άμα δε βγει, γίνεται θολούρα.
Εσένα θέλω να σε λέω Αλμυρίκι.
Γιατί σε νιώθω κοντά μου σιωπηλά — όπως είναι αυτό,
εκεί…
δίπλα στη θάλασσα.