
Οι ιστορίες έχουν μουσική υπόκρουση το RTPRESS
Η Σάνια δουλεύει ρεσεψιόν σε ένα μικρό ξενοδοχείο πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Βελιγραδίου.
Παλιά έλεγαν πως εκεί κατέβαιναν όσοι ήθελαν να χαθούν.
Τώρα απλώς μένουν μια νύχτα και φεύγουν.
Δεν ρωτούν, δεν λένε πολλά.
Η ίδια δεν είναι από εκεί. Ήρθε πριν έξι χρόνια, για “λίγο”.
Έμεινε. Δεν είπε ποτέ γιατί.
Μένει σ’ ένα δωμάτιο στον τρίτο όροφο.
Χωρίς διακόσμηση — μόνο έναν καθρέφτη που κοιτά τον τοίχο.
Δεν βγαίνει συχνά. Δεν γελάει εύκολα.
Αλλά όταν κάποιος φτάσει στη ρεσεψιόν με βλέμμα σπασμένο,
κάτι στο πρόσωπό της μαλακώνει — σαν να τον έχει ξαναδεί.
Το ξενοδοχείο δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο.
Μια λάμπα με φως ψυχρό, ένας θερμός με χλιαρό καφέ,
κι ένα παλιό ρολόι που προχωρά πιο γρήγορα τη νύχτα.
Η Σάνια κάθεται πίσω από τον πάγκο, με ένα φως νέον να της κόβει το πρόσωπο στη μέση.
Όταν δεν έχει πελάτες, ανοίγει τον υπολογιστή
και αλλάζει τα ονόματα στο σύστημα κρατήσεων.
Όχι επίσημα.
Μόνο μέσα της.
«Μερικοί έρχονται διαλυμένοι και φεύγουν αλλιώς.
Και τους ταιριάζει άλλο όνομα. Το βάζω εγώ. Κρυφά.»
Πρώτα γράφει σε post-it:
“Η κυρία με τις αποσκευές → Ελπίδα.”
“Ο τύπος με τα παπούτσια τζόκινγκ → Χρόνος.”
“Κάποια μπαίνει σαν Κριστίνα, φεύγει σαν Ξεκίνημα.”
Δεν το κάνει από τρέλα. Ούτε από τέχνη.
Το κάνει γιατί πιστεύει ότι κάποιοι άνθρωποι αλλάζουν μέσα σε μια νύχτα.
Και της φτάνει να το δει.
Δεν το λέει ποτέ σε κανέναν.
«Δεν είναι για εκείνους. Είναι για μένα.
Να θυμάμαι πώς έφυγαν. Όχι πώς ήρθαν.»
Όταν τη ρώτησα αν θυμάται όλους αυτούς, χαμογέλασε.
«Όχι. Μόνο όσους ήρθαν… και δεν ήθελαν να φύγουν.
Ή αυτούς που έφυγαν… ενώ μόλις είχαν έρθει.»
Χαίρομαι που σε γνώρισα, Putnica.
Δεν ξέρω πώς σε λένε…
αλλά εσύ πρέπει να είσαι η Putnica.»
(η ταξιδιώτισσα)
«Σου ταιριάζει.
Γιατί μπορώ να καταλάβω όσους είναι φτιαγμένοι για το παντού.»